- θύοντες
- θύ̱οντες , θύω 1offer by burningpres part act masc nom/voc plθύ̱οντες , θύω 2ragepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANDATE — locus in Britannia insula. Xiphilin. in Nerome. Lege lucus. Sic enim Xiphilmus: Καὶ ταῦτα παντα θύοντές τε ἅμα καὶ εςτιώμενοι, ὑβρίζοντες, ἔν τε ροῖς ἄλλοις σφῶν ἱερȏις καὶ εν τῷ τῆς Ἀνδάτης μάλιςτα αλσει ἐποίουν.Subdit, Ὅντω γὰρ καὶ την` νίκψν… … Hofmann J. Lexicon universale
συνεπεύχομαι — ΜΑ 1. προσεύχομαι από κοινού με κάποιον 2. προσεύχομαι επί πλέον («καθάπερ oἱ θεῷ θύοντες ἅμα συμβώμοις και συννάοις κοινῶς συνεπεύχονται», Πλούτ.) αρχ. 1. ισχυρίζομαι καυ χωμένος επί πλέον («πολλάκις αὐταῑν ἐκ τῶν ὡρῶν ἐς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
Θ, θ — Το όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό teth (= σπείρα, φίδι) που παριστανόταν και δήλωνε ένα εμφαντικό τ. Το χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να αποδώσουν τον στιγμιαίο οδοντικό φθόγγο th, που διέφερε από το σημερινό θ … Dictionary of Greek